- σανδών
- -όνος, ὁ, Αδιαφανές ένδυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την λ. σάνδυξ και έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' επίδραση τής λ. σινδών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
САНДОН — • Sandon, Σάνδων, см. Hercules, Геркулес, 17 … Реальный словарь классических древностей